μεταδορπιος

μεταδορπιος
    μεταδόρπιος
    μετα-δόρπιος
    2
    1) сидящий за ужином
    

οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ΄ ὀδυρόμενος μ. Hom. — не люблю я плакать за ужином

    2) относящийся к вечерней трапезе
    

μ. ὥρη Anth. — час ужина


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταδορπιος" в других словарях:

  • μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • μεταδόρπιος — in the middle of supper masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδόρπιον — μεταδόρπιος in the middle of supper masc/fem acc sg μεταδόρπιος in the middle of supper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδόρπια — μεταδόρπιος in the middle of supper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»